Μάνχαϊμ, Καρλ

Μάνχαϊμ, Καρλ
(Karl Mannheim, Βουδαπέστη 1893 – Λονδίνο 1947). Γερμανός κοινωνιολόγος ουγγρικής καταγωγής. Εργάστηκε ως καθηγητής στην Φραγκφούρτη μέχρι το 1933, όποτε και εγκατέλειψε τη χώρα του εξαιτίας του ναζισμού και διέφυγε στη Μεγάλη Βρετανία. Θεωρείται ένας από τους κύριους εκπροσώπους της κοινωνιολογίας της γνώσης, που επιδιώκει να ερμηνεύσει την παραγωγή των ιδεών μέσω της διερεύνησης των κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες αναπτύσσονται. Το τυπικό πρόβλημα του Μ. είναι «πώς η ψυχολογική εξέλιξη, καθώς και η πνευματική και η ηθική, συνδέονται με την κοινωνική πορεία». Θεωρούσε ως λύση του εν λόγω προβλήματος τον παραμερισμό του «κύριου λόγου της αποτυχίας μας στον κλάδο αυτόν των ανθρώπινων σπουδών», δηλαδή του γεγονότος ότι «ώς τώρα στερούμεθα μιας ιστορικής ή κοινωνικής ψυχολογίας». Επομένως, ο άνθρωπος πρέπει να δημιουργήσει «έναν κρίκο μεταξύ της ψυχολογίας και των κοινωνικών επιστημών». Παρά τις σαφείς επιρροές του από την κριτική του Μαρξ, ο οποίος «θεώρησε την εξέλιξη της συνείδησης όχι ως αυτόνομη πορεία, αλλά ως συνδεόμενη με ολόκληρη την πορεία της ιστορίας της κοινωνίας», ο Μ. αναθεώρησε και άσκησε κριτική στο έργο του, γιατί θεωρούσε απόλυτους τους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, κάνοντας αδύνατη την προσπέλαση προς τους πραγματικούς κοινωνιολογικούς παράγοντες που αποτελούν τον ουσιαστικό ιμάντα μεταβίβασης στη δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων. Ορισμένα από τα κυριότερα έργα του: Ιδεολογία και ουτοπία (1936), Άνθρωπος και κοινωνία σε μια εποχή ανοικοδόμησης (1935).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γκούτσκοφ, Καρλ Φέρντιναντ — (Karl Ferdinand Gutzkow, Βερολίνο 1811 – Ζάξενχαουζεν, Φρανκφούρτη 1878). Γερμανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Μετά το τέλος των σπουδών του στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, επιδόθηκε στη δημοσιογραφία στην εφημερίδα Literaturblatt… …   Dictionary of Greek

  • Ορφ, Καρλ — (Carl Orff, Μόναχο 1895 – 1982). Γερμανός συνθέτης. Καθιερώθηκε αρχικά (1917 1919) ως διευθυντής ορχήστρας στο Μανχάιμ και στο Ντάρμστατ και κατόπιν αφοσιώθηκε στην τελειοποίηση των σπουδών του και στη διδασκαλία, στην Gunther Schule του Μονάχου …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ιδεολογία — Όρος που αναφέρεται σε ένα σύνολο φιλοσοφικών, ηθικών και κοινωνικών ιδεών και αρχών και έλαβε ποικίλες σημασίες στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ντεστί Ντε Τρασί (1754–1836) για να δηλώσει την επιστήμη των… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …   Dictionary of Greek

  • ουτοπία — Ο όρος παράγεται από τις λέξεις ου και τόπος και σημαίνει όραμα ή λόγο που αναφέρεται στο μη πραγματικό, στο αντίθετο δηλαδή εκείνου που υπάρχει και ενεργεί πραγματικά. Η λέξη έχει την προέλευση της από το έργο του σερ Τόμας Μουρ Ουτοπία, ο… …   Dictionary of Greek

  • Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους — (Wolfgang Amadeus Mozart, Σάλτσμπουργκ 1756 – Βιέννη 1791). Αυστριακός συνθέτης. Άντλησε ένα μεγάλο τμήμα των μουσικών του γνώσεων από τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος προΐστατο της αυλικής ορχήστρας στην Αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ, ενώ ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Μπρουχ, Μαξ — (Max Bruch, Κολονία 1838 – Φρίντεναου, Βερολίνο 1920). Γερμανός συνθέτης. Μυήθηκε στη μουσική από τη μητέρα του και κατόπιν είχε διάσημους δασκάλους, όπως τον Φερντινάντ Χίλερ και τον Καρλ Ράινεκε. Αφού πραγματοποίησε ταξίδια για σπουδές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”